γαλαζώνω

γαλαζώνω
[γαλάζιος]
1. φαίνομαι γαλάζιος
2. μελανιάζω, μπλαβίζω («γαλάζωσαν τα χείλη του απ' το κρύο»)
3. δίνω γαλάζιο χρώμα σε κάτι («έσκασ' ο ήλιος, γαλάζωσε τον ουρανό»)
4. περνώ ρούχα με λουλάκι, λουλακιάζω
5. ραντίζω με γαλαζόπετρα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”